Βιβλίο «Ο Μπάμπης: Συνομιλίες για μια φαινομενολογική-Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία»,

Κυκλοφόρησε η δεύτερη έκδοση του βιβλίου


«Συνομιλίες για μια φαινομενολογική-Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία», αναθεωρημένη, εμπλουτισμένη, και με επιμέρους προσθήκες σχολίων.

«Εκφράζεις την επιθυμία να πας πέρα από την κλασική ψυχανάλυση γιατί σου φαίνεται ανεπαρκής στο να εκφράσει το ανθρώπινο βάσανο. Λες ότι την βρίσκεις αρκετά περιορισμένη μέσα σε αξιώματα τα οποία αδυνατεί, η ίδια, να τα επερωτήσει και, ως εκ τούτου, αρκείται σε έναν ξύλινο λόγο τον οποίο επαναλαμβάνει με έναν μηχανιστικό και δογματικό τρόπο. […] Ωστόσο, είμαι επιφυλακτικός για τον ενθουσιασμό που εκφράζεις για τη σκέψη του Μάρτιν Χάιντεγκερ. Οι ενδοιασμοί μου δεν έχουν τόσο να κάνουν με την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του, αλλά με αυτή καθαυτή την επίδρασή του στην ψυχοθεραπεία. Δεν είναι δυνατόν να παραβλέπουμε ότι η σκέψη του δεν πραγματεύεται τα εγκόσμια –ό,τι αποκαλεί οντικό–, δηλαδή τα συγκεκριμένα προβλήματα των ανθρώπων στην καθημερινή τους ζωή. Μέλημά του είναι το οντολογικό, δηλαδή οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις, η πηγή, η προέλευση του οντικού». Το παραπάνω απόσπασμα είναι ένα από τα αφετηριακά ερωτήματα του βιβλίου το οποίο επιχειρεί να βαδίσει με τον τρόπο της φαινομενολογίας. Εντούτοις, ποιο είδος αφήγησης ταιριάζει στη φαινομενολογία; Ποιο ύφος γλώσσας και γραφής είναι ικανό γι’ αυτήν;

Σε τι βαθμό θα ήταν εφικτό να αποδράσουμε από την κυριαρχία των αφηρημένων θεωρητικών εννοιών, ώστε να περάσουμε στο μίλημα των «ίδιων των πραγμάτων», έτσι όπως αυτά έρχονται στο δικό μας βίωμα ως ζωντανά φαινόμενα με σάρκα και οστά;

Ως όχημα για το ξεδίπλωμα βασικών ερωτημάτων που αφορούν την ψυχοθεραπεία στην οπτική μιας φαινομενολογικής-υπαρξιακής κατεύθυνσης, χρησιμεύει η υπαρξιακή κρίση του αφηγητή. Ψυχοθεραπευτής ο ίδιος, βρίσκεται να αμφισβητεί οτιδήποτε θεωρούσε μέχρι τότε δεδομένο στην προσωπική του ζωή. Καθετί που του έδινε νόημα, όλες οι προτεραιότητές του, όλες οι σχέσεις που ήταν σημαντικές για εκείνον, οι ιδέες του και τα ι-δανικά του, έχουν πλέον καταρρεύσει. Σαν μοναδικό σημείο αναφοράς του λειτουργεί η συνομιλία με έναν άλλο, τον Μπάμπη. Πρόκειται για μια αινιγματική φιγούρα που μαγνητίζει τον αφηγητή με την παράξενη και σχεδόν μυσταγωγική στάση του προς τη ζωή.

Το όλο κείμενο εμπνέεται από την φιλοσοφία του Μάρτιν Χάιντεγκερ και την, σχετική με αυτήν, επερώτηση των οντολογικών παραμέτρων της ανθρώπινης ύπαρξης.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επικοινωνήσετε με τις Εκδόσεις ΕΥΡΑΣΙΑ
στο info@eurasiabooks.gr
Βρείτε το βιβλίο στα social media
Facebook
Instagram
ΙSBN: 978-618-5798-22-2
Διαστάσεις: 14x21
Σελίδες: 234

Εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα


Ο Μερλώ-Ποντύ, στον Πρόλογο του έργου του Φαινομενολογία της Αντίληψης, παραθέτει μια δήλωση του Χούσερλ σχετικά με τη Φαινομενολογία: «Το ζητούμενο είναι ακριβώς να οδηγήσουμε την ακόμα βουβή εμπειρία στην καθαρή έκφραση του δικού της νοήματος». 1 Αν αυτή τη δήλωση την πάρουμε στα σοβαρά, τότε θα πρέπει να προσέξουμε ότι δεν λέει γενικά και αφηρημένα, «του νοήματος», αλλά υπογραμμίζει, «του δικού της νοήματος». Δεν μιλάει, δηλαδή, για ένα απρόσωπο νόημα, ίδιο για όλους. Αντίθετα, η εκάστοτε εμπειρία είναι εμπειρία κάποιου για τον οποίο αυτή μπορεί να έχει νόημα. Πώς θα ήταν αν μιλούσαμε για μια εμπειρία που δεν την έχουμε ιδιοποιηθεί ως τέτοια και που δεν είναι «δική μου» εμπειρία; Πόση αλήθεια θα είχε μέσα του ένας τέτοιος λόγος;

Αν, όμως, πράγματι η Φαινομενολογία ζητά να υπηρετεί την άρθρωση της «ακόμα βουβής» προσωπική μας εμπειρίας, αυτό γίνεται εφικτό χάρη στο ότι η αληθινά προσωπική μας εμπειρία δεν μπορεί ποτέ να είναι πλήρως και τελειωτικά αρθρωμένη. Αντίθετα, βρίσκεται διαρκώς εν κινήσει, καθώς το βουβό ακόμα της λειτουργεί σαν μια διαρκώς επερχόμενη εκκρεμότητα που την κάνει να βρίσκεται, ξανά και ξανά, «καθ’οδόν προς τη γλώσσα». Έτσι, προκύπτει ένα νόημα που αναβλύζει σαν ανοιχτό ερώτημα διάστικτο με αμφισημίες και αμφιβολίες και που ανασαίνει, ακριβώς, χάρη στο «καθ’ οδόν» του μέσα από δρόμους και μονοπάτια που διανοίγονται σε ακατάπαυστες ερμηνείες και επανερμηνείες.

Ωστόσο, αν είναι έτσι, τότε ποιο είδος αφήγησης ταιριάζει στη Φαινομενολογία; Ποιο ύφος γλώσσας και γραφής είναι ικανό γι’ αυτήν; Θα ήταν δυνατόν η έμφαση της Φαινομενολογίας στο προσωπικό βίωμα να εκφραστεί με βιωματικό τρόπο; Σε τι βαθμό θα ήταν εφικτό να αποδράσουμε από την κυριαρχία των αφηρημένων θεωρητικών εννοιών και των ποικίλων ακαδημαϊκών προσδιορισμών, ώστε να περάσουμε στο μίλημα των «ίδιων των πραγμάτων», έτσι όπως αυτά έρχονται στο δικό μας βίωμα ως ζωντανά φαινόμενα με σάρκα και οστά, αλλά, πάντα, αμφίσημα και ημιτελή; Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν ο αφηγητής να πάψει να κρύβεται πίσω από ανώνυμες θεωρητικές εκφράσεις και ορολογίες ώστε να δώσει τη θέση του σε κάποιον που αφήνεται να μιλά μέσα από τις δικές του προσωπικές και αναπαλλοτρίωτες αγωνίες;

Ίσως, τότε, μέσα από το πιο προσωπικό «δικό μας» θα βλέπαμε να αναδύεται η ετερότητα -ο άλλος, ο κόσμος- που κατοικοεδρεύει εντός μας και, σε μεγάλο βαθμό, μας συγκροτεί. Καθότι, τα δικά μας βιώματα, τα δικά μας ερωτήματα και οι αγωνίες μας, πόσο «δικά μας» είναι εντέλει;
Δεν είναι -και αυτά και εγώ- έκφραση του κοινού μας κόσμου; Αν δεν ήταν έτσι, τότε πώς θα μπορούσαμε να τα επικοινωνήσουμε;

Αναμφισβήτητα, ωστόσο, η φαινομενολογική καταγραφή της «ακόμα βουβής εμπειρίας» που συμβαίνει «πριν από τη γνώση και για την οποία μιλά πάντα η γνώση» 2 σύμφωνα με τον Μερλώ-Ποντύ, δεν θα μπορούσε να αρθρωθεί χωρίς κάποιον που την βιώνει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Άρα, καθίσταται μονόδρομος: γράφω προσωπικά και αυτά που γράφω θέλω να έχουν σάρκα και οστά.

Δύο λόγια για το Μπάμπη


[…] Θα πρέπει από την αρχή να το δηλώσω ότι ήταν καθοριστική, για μένα, η γνωριμία μου με τον Μπάμπη. Για το άτομό του και για εκείνες τις πληροφορίες που συνήθως συνιστούν το βιογραφικό ενός ανθρώπου, καθώς και για το επαγγελματικό του παρελθόν, ήξερα πολύ λίγα. Μπορώ να ισχυριστώ όμως ότι τον γνώρισα κυρίως μέσα από τις ενέργειές του και τους τρόπους του, έτσι όπως τον έβλεπα να σχετίζεται με τα πράγματα της ζωής και με τους άλλους. Ακριβώς αυτοί οι τρόποι, μου άσκησαν μεγάλη επιρροή και νομίζω ότι καθόρισαν και την δική μου μετέπειτα πορεία. Η ιδιαιτερότητα του Μπάμπη δεν ήταν μόνον η ευγενική του παρουσία, αλλά επίσης η έμφυτη απλότητά του, η ζωντάνια του και η ακούραστη διάθεσή του. Όπως πολύ αργότερα μπόρεσα να καταλάβω, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ζούσε το διαρκές ρίγος της ύπαρξης. Βρισκόταν σε μια σχεδόν μυσταγωγική σχέση με τη ζωή. Την ζούσε όχι ως μια απλή επιβίωση, αλλά ως μια διαρκή έκσταση και θαύμα.

Ο Μπάμπης βρισκόταν πολύ κοντά αλλά ταυτόχρονα και πολύ μακριά από τον τρόπο ζωής των ανθρώπων του τόπου μας και της εποχής μας. Θα τολμούσα να πω ότι η ίδια του η παρουσία ήταν σαν να έθετε ένα ερώτημα γι’ αυτόν τον τρόπο και ένα ζήτημα επαναπροσδιορισμού του. Βρισκόταν κι εκείνος όπως και όλοι οι υπόλοιποι μέσα στην πολύκοσμη, πολυάσχολη και κουβαριασμένη πόλη, όπου άνθρωποι αγχωμένοι αγωνιούν και πηγαινοέρχονται ωσάν να αναζητούν κάτι. Υπήκοοι ενός ασυνάρτητου κόσμου, που ζουν, δουλεύουν και σχετίζονται με στόχο αποκλειστικό την κατανάλωση. Όχι να χαίρονται και να απολαμβάνουν τη ζωή, αλλά να καταναλώνουν τη ζωή. Να καταναλώνουν ψυχαγωγία, πληροφόρηση, έρωτα, ταξίδια, σαν υποκατάστατα κάθε γεύσης ποιότητας και κάθε ζωτικής γνησιότητας. Ερημική μοναξιά, κατάθλιψη της μη επικοινωνίας, ανέραστος βίος. Άνθρωποι που ενώ διψούν για αγάπη δεν είναι σε θέση να δουν ό,τι αξιαγάπητο υπάρχει τριγύρω τους.

Ο Μπάμπης, εντούτοις, αν και ζούσε μέσα και δίπλα σε αυτόν εδώ τον κόσμο, επιλεκτικά και διακριτικά μάζευε τα ψίχουλα που ήταν ικανά να θρέψουν και έναν άλλο κόσμο Όντας μέσα στην εποχή του ήταν, την ίδια στιγμή, έξω από τη συνηθισμένη ατμόσφαιρα της εποχής του. Δεν πιανόταν στην παγίδα, ξέφευγε από τη θηλιά της και έπαιρνε απόσταση από μια ολάκερη κοινωνία δηλητηριασμένη και δεμένη χειροπόδαρα. Ο τρόπος που κατοικούσε τον κόσμο ήταν σαν να ανάσαινε και κάτι άλλο, κρυμμένο, καλυμμένο, μέσα σε τούτον τον ίδιο κόσμο. Όσο περισσότερο τον γνώριζα τόσο περισσότερο μου γινόταν καθαρό. Ο Μπάμπης ζούσε τη ζωή απλά και ήσυχα, αλλά την ίδια στιγμή, με χαρά και εγρήγορση. Η κάθε στιγμή με εγρήγορση. Ζωντανός, πληθωρικά ζωντανός. Γήινος, ριζωμένος, και την ίδια στιγμή σαν γλάρος με απλωμένες φτερούγες στον ουρανό. Ένας γλάρος που, μετέχοντας και στους δυο κόσμους, μπορούσε να μοιράζεται τα ψίχουλα του και με τους υπόλοιπους γλάρους του λιμανιού!

Περί Dasein


{…] Η πρόκληση που μου έθεσε ο Μπάμπης και μπροστά στην οποία βρίσκομαι τώρα, είναι η κατάκτηση της έννοιας Dasein. Νομίζω ότι καταλαβαίνω γιατί ο Χάιντεγκερ ασχολείται με αυτό το θέμα: Πρωταρχικός του στόχος και προτεραιότητά του, είναι το ερώτημα για το νόημα του είναι. Τη λέξη «νόημα» τη χρησιμοποιεί με μια ευρύτερη έννοια που δεν έχει να κάνει μόνο με τη συνειδητή γνωστική λειτουργία. Περισσότερο, εδώ, η λέξη «νόημα» σημαίνει «αίσθηση» ή «πρόσληψη». Στα Αγγλικά, θα το απέδιδε περισσότερο η λέξη «sense» και όχι η λέξη «meaning». Θέλει, όμως, ο Χάιντεγκερ, το ερώτημα για το νόημα του είναι να το εξετάσει φαινομενολογικά, και αυτό θα πει, να στρέψει την προσοχή του στο πώς αυτό παρουσιάζεται- εμφανίζεται στην ανθρώπινη εμπειρία. Καταλαβαίνω αυτό που λέει, ότι μέσα στη καθημερινή πρακτική δραστηριότητα όλων μας, υπάρχει μια προ-γνωστικού τύπου εμπειρία του είναι, δηλαδή μια -συνήθως ασαφής -αίσθηση του είναι, ακόμα και αν ουδόλως μας έχει απασχολήσει ποτέ, συνειδητά, αυτό το θέμα. Αν δεν υπήρχε αυτή η αίσθηση, δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα η χρήση της λέξης «είναι» -χρήση η οποία έρχεται ποικιλοτρόπως, ακόμα και στις πιο ανύποπτες στιγμές. Θα έλεγε κανείς ότι αυτή η μικρή -και συχνά απαρατήρητη- λεξούλα υποβαστάζει τη συνολικότερη γλωσσική μας δομή. Λοιπόν, για αυτή την -ως επί το πλείστο- αδιόρατη και ασαφή αίσθηση, αποπειράται ο Χάιντεγκερ να μιλήσει. Δηλαδή, να αρθρώσει σε λόγο με ποιους τρόπους η αίσθηση του είναι βρίσκεται, διαρκώς μέσα στην ανθρώπινη εμπειρία ως αναπόσπαστο κομμάτι της, αποτελώντας τον αφανή, καλυμμένο, πυρήνα γύρω από τον οποίο συγκροτείται το σύνολο της εμπειρίας μας. Ταυτόχρονα, επιχειρεί να φέρει σε λόγο το πώς η ανθρώπινη ύπαρξη διαμορφώνεται, η ίδια, στη βάση αυτής της αδιόρατης αίσθησης -αυτού του αδιόρατου σιγοψιθυρίσματος ή καλέσματος- του είναι. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, ο Χάιντεγκερ, βαδίζοντας φαινομενολογικά, οδηγείται αναπόφευκτα στο να θέσει το ερώτημα σχετικά με το πως διαμορφώνεται η εμπειρία εκείνου του όντος για το οποίο μπορεί να υφίσταται ένα τέτοιο θέμα και το οποίο μπορεί να αναρωτιέται γι’ αυτό το θέμα -δηλαδή για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που μπορεί να θέτει το ερώτημα για το νόημα του είναι. Αυτό, κατά τον Χάιντεγκερ, χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και τον ξεχωρίζει από όλα τα άλλα όντα. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να μελετήσουμε τον άνθρωπο, περισσότερο. Δεν μπορούμε να κάνουμε σαν να τον ξέρουμε ήδη, βασισμένοι απλώς στην παραδοσιακή αντίληψη για την ανθρώπινη φύση, έτσι όπως μας έρχεται από την παραδοσιακή οντολογία. Τουλάχιστον ας αναρωτηθούμε! Μου αρέσει πάρα πολύ που το Είναι και Χρόνος ξεκινά με εκείνο το απόσπασμα από τον πλατωνικό διάλογο: «…δήλον γαρ και υμείς μεν ταύτα [τι ποτε βούλεσθε σημαίνειν οπόταν ον φθέγγησθε] πάλαι γιγνώσκετε, ημείς δε προ του μεν ωόμεθα, νυν δ’ ηπορήκαμεν…».

Στο ίδιο αρχαίο ερώτημα επανέρχεται ο Χάιντεγκερ στο Είναι και Χρόνος και, με οδηγό αυτό, αναδεικνύει την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της οντολογικής περιοχής που ιδιάζει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα πράγμα ωσάν αυτά που παρευρίσκονται ολόγυρά μας, αλλά διαφέρει γιατί είναι ύπαρξη. Ακούγεται προκλητικό, αλλά για τον Χάιντεγκερ, ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που διαθέτει ύπαρξη (ex-istence). Με αυτό εννοεί ότι είναι το μόνο ον του οποίου η ουσία δεν είναι κάτι φιξαρισμένο αλλά, αντίθετα, χαρακτηρίζεται από ένα διαρκές γίγνεσθαι, ένα διαρκές εξ-ίστασθαι. Θα λέγαμε, ότι o άνθρωπος αρθρώνεται-διαμορφώνεται, ανάλογα με την εκάστοτε άρθρωση-διαμόρφωση του είναι στην οποία αναφέρεται και στην οποία ανταποκρίνεται. Η λέξη Dasein είναι μια απόπειρα να αποδοθεί αυτό το βασικό οντολογικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, καθώς συνδέει, τον άνθρωπο με το ερώτημα για την κατανόηση του είναι. Ο άνθρωπος είναι το Da του sein. Το Da εκφράζει το τόπο όπου μπορεί να υφίσταται αυτή η -ασαφής και συγκεχυμένη αρχικά- αίσθηση και κατανόηση του είναι (του sein). Αυτός ο τόπος -το Da- είναι, πάντα, ένας κόσμος. Η λέξη, «κόσμος» στον Χάιντεγκερ, σημαίνει ένα αρθρωμένο πλέγμα αλληλοπαραπομπών και αλληλο-νοηματοδοτήσεων, μια συνεκτική-δομική ενότητα σημασιοδοτημένων σχέσεων. Ο κόσμος, δεν ταυτίζεται με αυτό που κοινώς και πολύ ασαφώς εννοούμε ως κόσμο, δεν είναι ο γνωστός μας κόσμος, και ο άνθρωπος δεν βρίσκεται μέσα σε αυτόν όπως, για παράδειγμα, το νερό μέσα σε ένα ποτήρι. Δεν πρόκειται για ένα σύνολο όντων που προϋπάρχουν, ένα ουδέτερο άθροισμα πραγμάτων, που κάποια στιγμή συνθέτουν τον κόσμο, αλλά αντίθετα τα όντα ερμηνεύονται (κι έτσι αποκτούν μια συγκεκριμένη μορφή, παρουσία και σημασία) ξεκινώντας από τον προσδιορισμό και την τοποθέτησή τους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κόσμου.

Διαβάζω στα σεμινάρια του Χάιντεγκερ για ψυχίατρους και ψυχοθεραπευτές, (τα γνωστά ως Zollikon Seminars): «Η ανθρώπινη ύπαρξη [το ανθρώπινο υπάρχειν], κατά την βαθύτατη ουσία του, δεν είναι επ’ ουδενί αντικείμενο που απλώς κάπου υφίσταται, κατά κανέναν δε τρόπο αντικείμενο απομονωμένο στον εαυτό του […] Όλες οι μέχρι τώρα συνηθισμένες στην ψυχολογία και την ψυχοπαθολογία αντιλήψεις περί ψυχής, υποκειμένου, Εγώ, συνείδησης οι οποίες εξαντικειμενικεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη και της προσδίδουν χαρακτήρα κάψουλας, πρέπει στην dasein-αναλυτική οπτική να εγκαταλειφθούν χάριν μιας εντελώς διαφορετικής κατανόησής του. Η βασική καταστατική δομή τού ανθρώπινου υπάρχειν, το οποίο και πρέπει να θεωρηθεί κατά τρόπο νέο, ας ονομασθεί Dasein ή Είναι-μέσα-στον-κόσμο».

[…] Ομολογώ ότι μετά την τελευταία κουβέντα με τον Μπάμπη, σκέφτομαι συνέχεια το ίδιο πράγμα. Είναι σαν, ξαφνικά, να φωτίστηκε αυτό που ζω. Η άσχημη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκομαι… η στεναχώρια και η θλίψη που διαρκώς αισθάνομαι, τώρα απέκτησε όνομα: βιώνω μια απειλή της ταυτότητάς μου. Μα, τι λέω; Όχι απειλή… κυριολεκτικά κατάρρευση! Όχι απλά κατάρρευση μιας συγκεκριμένης εικόνας ή προσδοκίας ή μιας φιλόδοξης ματαιοδοξίας. Όχι, όχι, δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη απογοήτευση, αλλά για μια κατάσταση σχεδόν ριζικής κατάρρευσης και πένθους. Μετά από ό,τι έχει συμβεί στη σχέση μου με τους άλλους, είναι σαν όλα όσα μέχρι τώρα νοηματοδοτούσαν την ύπαρξή μου, όλα αυτά που στήριζαν μια αίσθηση ταυτότητας και συνοχής μέσα στο καθημερινό μου πράττειν να έχουν, πλέον, πεθάνει. Είναι περίεργο, αλλά μαζί με αυτά, είναι σαν να έχω πεθάνει κι εγώ. Ναι, κάποιες στιγμές έχω την αίσθηση ότι στην πραγματικότητα έχω ήδη πεθάνει και το σώμα μου απλά συνεχίζει να περιφέρεται. Πρόκειται για τον υπαρκτικό θάνατο που έλεγε ο Μπάμπης; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω, όμως, είναι ότι όλα τα θέματα που με απασχολούσαν μέχρι τώρα, άσχετα από την αφετηρία τους καταλήγουν, πλέον, τώρα, στο ίδιο ερώτημα που κοντεύει να μου γίνει έμμονη ιδέα: ποιος είμαι εντέλει; Ποια είναι η αληθινή μου ταυτότητα; Αναρωτιέμαι, συνεχώς, αν τελικά έχω βρει ποτέ τον εαυτό μου και αν ξέρω ποιος είμαι αληθινά. Ομολογώ ότι μέχρι πρόσφατα πίστευα πως είχε λήξει για μένα αυτή η αναζήτηση. Μετά από τόσα χρόνια ψυχοθεραπείας, σε διάφορες ψυχοθεραπευτικές κατευθύνσεις, νόμιζα πως ό,τι είχα να βρω το είχα βρει. Το βλέπω όμως τώρα ότι, τις περισσότερες φορές, στις ψυχοθεραπείες απλά διδάχτηκα ποιος είμαι ή ποιος πρέπει να είμαι.

[…] Χωρίς να το θέλω όμως, ήλθαν πάλι αυτές οι σκέψεις που με ταλαιπωρούν σταθερά όλο τον τελευταίο καιρό. Έρχονται και μου γραπώνουν το μυαλό, σαν να έχουν μια δική τους δυναμική ανεξάρτητη από τη δική μου βούληση. Ιδίως οι φράσεις του Μπάμπη από την τελευταία μας κουβέντα, ότι ο τρόπος που σχετιζόμαστε με τους άλλους, τον κόσμο και τα πράγματα δηλώνει και τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον εαυτό μας. Ναι, μου είναι ξεκάθαρο. Συνειδητοποιώ πως ό,τι έκανα, ό,τι σκέφτηκα και ό,τι υπήρξα μέχρι τώρα ήταν ένα είδος αυτοεξαπάτησης και τρέλας. Βλέπω την μέχρι τώρα ζωή μου και διαπιστώνω με κατάπληξη σε ποιο βαθμό οι κινήσεις μου, οι ιδέες μου και οι επιλογές μου ήταν σαν να ήμουν σε ένα είδος ύπνου ή μέθης. Δεν υποκρινόμουν, βρισκόμουν σε πλήρη άγνοια. Δεν ήμουν εγώ ο πρωταγωνιστής στη ζωή μου. Ήταν σαν να με κινούσαν χιλιάδες αόρατα νήματα που κατηύθυναν ακόμα και τις πιο μύχιες σκέψεις μου. Ναι, το βλέπω τώρα ότι η μορφή ζωής που ακολουθούσα, δεν ήταν πραγματικά δική μου. Νόμιζα ότι την είχα επιλέξει εγώ, αλλά στην πραγματικότητα προσδιοριζόταν, σχεδόν απόλυτα, από τους άλλους. Σημείο αναφοράς μου ήταν τα πρότυπα των άλλων. Οι επιλογές μου γίνονταν με τα κριτήρια των άλλων. Ακολουθούσα ότι πίστευε η κοινότητά μου, ο κύκλος μου, οι φίλοι μου. Ο τρόπος με τον οποίο ήμουν, με έκανε να νιώθω αποδεκτός και αγαπητός στους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρεφόμουν και μου εξασφάλιζε ένα είδος κοινωνικής καταξίωσης. Κάτι περισσότερο: μου έδινε ένα αίσθημα αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης, μέσα από την ψευδαίσθηση μιας στέρεης ταυτότητας! Καταλαβαίνω τώρα πως, στην πραγματικότητα, δεν ήμουν εγώ, αληθινά, που σχετιζόμουν με τον κόσμο και τα πράγματα και, άρα, ούτε με τον εαυτό μου. Βρισκόμουν σε μια διαρκή πλάνη. Νόμιζα πως ήμουν εγώ, αλλά στην πραγματικότητα ήμουν μια προσομοίωση των πολλών. Το άτομό μου ήταν μια κατασκευή των άλλων. Ήμουν οι άλλοι. Ό,τι ήταν και όλοι οι άλλοι. Με βάση τα δικά τους πρότυπα και αξίες. Ήμουν ένας υπνοβάτης! Ένας κοιμισμένος άνθρωπος! Είναι δύσκολο να περιγράψω αυτή τη συνειδητοποίηση, δεν βρίσκω καν λέξεις για να την πω… και με βαραίνει, στ’ αλήθεια με βαραίνει τόσο…!